- κλωτσιά
- η1) удар ногой, пинок; 2) удар копытом;
§ 2φαγε κλωτσιά — ему дали пинка, его прогнали, выгнали, уволили
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ 2φαγε κλωτσιά — ему дали пинка, его прогнали, выгнали, уволили
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλωτσιά — η (Μ κλωτσιά) βλ. κλοτσιά … Dictionary of Greek
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
Ποππαία Σαβίνα — Γυναίκα του συντρόφου του Νέρωνα, του μέλλοντα αυτοκράτορα Όθωνα, και μετά δεύτερη γυναίκα του ίδιου του Νέρωνα. Για χάρη της ο Νέρωνας δολοφόνησε τη μητέρα του Αγριππίνα, και χώρισε και προκάλεσε τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας Οκταβίας.… … Dictionary of Greek
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek